Ένας παπάς απ’ τα νησιά
Ένας παπάς απ’ τα νησιά,
παπάς απ’ τ’ άγιον Όρος,
σαράντα χρόνια ασκητής και
δέκα αγιασμένος
και βγήκε έξω στα χωριά,
βγήκε να λειτουργήσει.
– Καλημέρά σας χωριανοί! -
Καλώς τον παπαδάκο!
– Με θέλετε, βρε χωριανοί,
για να σας λειτουργήσω;
ν’ εγώ κορίτσια δεν τηρώ,
νούιδε και παντρεμένες.
– Ν’ εμείς παπάν δεν έχουμε,
να ’ρθεις να λειτουργήσεις.
Και μια μερούλα, μια γιορτή
πήγε στην εκκλησία.
Κανένας δεν τον λόγιασε,
κανένας δεν τον είδε.
Μον' η Αρετή τον λόγιασε και
πάει να κοινωνήσει.
Σαν έβαλε να στολιστεί, απ’
το πρωί ως το βράδυ.
Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και
το φεγγάρ'ι αστήθι.
Μα ο παπάς τη ζήλεψε σκύβει
να τη φιλήσει.
Την ώρα που τη φίλησε του
'πεσε το ποτήρι,
ψιλή φωνίτσα έβγαλε μεσ' από
την ψυχή του.
- Βαγγέλια μ', σύρτε στο
Θεό, σταυρούδια μ' στ' Άγιον Όρος,
τ' ήρθε ο καιρός να παντρευτώ την Αρετή να πάρω.
Του παπα-Αλεξανδρή
Παπά μ’, Αλεξανδράκη, δεν τό
’πραξες καλά
που φίλησες την κόρη μέσα
στην εκκλησιά
κι ούτε Χριστό φοβήθκες ούτε
Παναγιά!
Σαν είδες στολισμένη να
μπαίν' η Αρετή,
που 'ρθε να κοινωνήσει πρωί
μια Κυριακή,
δεν έβαλες στο νου σου πως
θελ' να γένει κακό,
να πέσει η κατάρα από τον
ουρανό,
να καψ'ει όλον τον κόσμο, να
κάψ'ει και το χωριό!
Επιμέλεια ανάρτησης: Αλέξανδρος Ρ.